ερυθηματώδης

ερυθηματώδης
-ες
αυτός που μοιάζει με ερύθημα, που παρουσιάζει συμπτώματα όμοια με ερύθημα («ἐρυθηματώδης λύκος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύθημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάννη Ορλάνδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ερυθηματώδης συστηματικός λύκος — Πάθηση του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία προσβάλλει άλλα συστήματα του οργανισμού. Στο αίμα του πάσχοντος ανιχνεύονται αντισώματα εναντίον του ίδιου του σώματος (αυτοάνοση). Πέρα από τα γενικά συμπτώματα πυρετού, κόπωσης και απώλειας βάρους …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • ερυθηματοειδής — ές ο ερυθηματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερύθημα, ατος + ειδής < είδος] …   Dictionary of Greek

  • μυοκαρδιοπάθεια — Μπορεί να είναι μια από τις πολλαπλές εκδηλώσεις μιας πολυσυστηματικής νόσου (προσβολή πολλών συστημάτων ταυτόχρονα) – όπως είναι ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η σαρκοείδωση, η αμυλοείδωση – ή μπορεί να είναι εκδήλωση του αλκοολισμού,… …   Dictionary of Greek

  • στοματίτιδα — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) φλεγμονή τού βλεννογόνου τού στόματος 2. φρ. α) «ερυθηματώδης καταρροϊκή στοματίτιδα» στοματίτιδα που εκδηλώνεται με ερυθρότητα και, συχνά, με απολέπιση τών επιπολής στιβάδων τού βλεννογόνου β) «πολτώδης στοματίτιδα»… …   Dictionary of Greek

  • ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — ο θηλ. αινα και ισσα 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο: Οι λύκοι επιτέθηκαν στο κοπάδι με τα πρόβατα. 2. φυματίωση του δέρματος (λούπος): Ερυθηματώδης λύκος. 3. φρ., «Πεινούσε σαν λύκος», πεινούσε υπερβολικά· «Έπεσα στο στόμα του λύκου», κινδύνεψα πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”